παρεκβάλλω

παρεκβάλλω
ΜΑ [εκβάλλω]
ρίχνω κάτι κατά μέρος, στο πλάι
μσν.
παραλαμβάνω, συγκεντρώνω και σταχυολογώ χωρία συγγραφέων ή τις παρατηρήσεις άλλων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρεκβολή — ἡ, ΜΑ [παρεκβάλλω] 1. παρέκβαση, απομάκρυνση, παρέκκλιση 2. συμπίληση, συλλογή κριτικών σημειώσεων, επιτομή («Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”